- εξαρχικός
- -ή, -όπου ανήκει ή αναφέρεται στην εξαρχία ή τον έξαρχο (βλ. λλ.).
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
εξαρχικός — ή, ό (Μ ἐξαρχικός, ή, όν) [έξαρχος] εκκλ. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην εξαρχία ή στον εκκλησιαστικό έξαρχο («εξαρχικό γράμμα») … Dictionary of Greek